- καισάραι
- καισάραι· περικεφαλαῖαι, Hsch. [full] καισεκπρώπιον· δρέπανον, ξηροκόπιον, Id.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Καισάραι — Καισάρᾱͅ , Καισάρης masc dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Καίσαρ' — Καίσαρα , Καῖσαρ elephant masc acc sg Καίσαρι , Καῖσαρ elephant masc dat sg Καίσαρε , Καῖσαρ elephant masc nom/voc/acc dual Καίσαρα , Καισάρης masc voc sg Καίσαρα , Καισάρης masc nom sg (epic) Καίσαραι , Καισάρης masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)